Το Αρκάδι έπεσε στα χέρια των Τούρκων στις 9 Νοεμβρίου 1866, προδομένο από τον Επίσκοπό του, τον τότε Λάμπης και Σφακίων, Παΐσιο. Η σελίδα αυτή δεν αναφέρεται στα επίσημα ιστορικά κείμενα που διδάσκονται τα Ελληνόπουλα. Δεν γίνεται καν αναφορά στον προδότη ιεράρχη. Κι όμως ως προδότη του Αρκαδίου τον αποκήρυξε η ηγεσία της κρητικής επανάστασης, η “Συνέλευσις των Κρητών”, με ανακοίνωσή της που τυπώθηκε στο δεύτερο τεύχος της εφημερίδας «Κρήτη» που εξέδιδαν οι επαναστάτες από το Νοέμβριο του 1866.
Η ιστορία δεν καταγράφει ούτε το ρόλο των μεγάλων δυνάμεων και κυρίως της Αγγλίας, που τηρούσε μια προκλητική φιλοτουρκική στάση, ακόμα και στις ώρες των μεγάλων σφαγών σε βάρος των χριστιανών της Κρήτης. Ακόμα κι όταν ξεσηκωνόταν η αγγλική αλλά και η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη μπροστά στα τουρκικά εγκλήματα και στις κρητικές θυσίες για την ελευθερία.
“Στην Κρήτη αδικούνται οι Τούρκοι όχι οι Κρήτες”, έλεγαν στη βουλή οι Άγγλοι που μιλούσαν για “εμφύλιο πόλεμο” στο νησί!
Η εθελοθυσία του Αρκαδίου, στις 9 Νοεμβρίου 1866 (επισήμως οι εκδηλώσεις μνήμης οργανώνονται από τις 8 Νοεμβρίου, όταν άρχισε η πολιορκία), συγκλόνισε και συγκίνησε κάθε ανθρώπινη ψυχή στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Κι έφερε τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προς των ευθυνών τους. Ευθύνες που πάντως δεν ανέλαβαν απέναντι στους Κρήτες ούτε στη διάρκεια της μεγάλης κρητικής επανάστασης 1866-69, ούτε στην πρώτη δεκαετή σχεδόν επανάσταση 1821-1830, ούτε στις υπόλοιπες, μέχρι την απελευθέρωση από τους Τούρκους, το 1898. Οι Κρήτες δεν περίμεναν φυσικά να τους απελευθερώσουν οι ξένοι «προστάτες», Άγγλοι, Γάλλοι, Ρώσοι Γερμανοί, στη συνέχεια οι Ιταλοί. Όμως περίμεναν να σταθούν δίκαια απέναντι σ’ ένα εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Και δεν το έπραξαν. Οι μεγάλες δυνάμεις είχαν άλλοτε μια «ουδετερότητα» που ενίσχυε τον ισχυρό και σφαγέα του ηρωικού λαού του νησιού κι άλλοτε μια εμφανή φιλοτουρκική στάση που ήταν το βασικό εμπόδιο στην απελευθέρωση της Κρήτης. Τη στάση αυτή την επέδειξαν μετά την επανάσταση του 1821, όταν αρνήθηκαν την ένταξη του νησιού στο νέο και μικρό ελληνικό κράτος, και το παρέδωσαν πίσω στην Τουρκία. Ανάλογη ήταν η στάση τους σ’ όλο τον 19ο αιώνα, ειδικά της Αγγλίας, η οποία ακολουθούσε αποικιακή πολιτική και στην περίπτωση που υποστήριζε την απελευθέρωση του νησιού από την οθωμανική αυτοκρατορία θεωρούσε ότι θα άνοιγε δρόμους για να υποστεί εσωτερικά προβλήματα στις αποικίες της, όπως η Ινδία.
Βέβαια αυτή η φιλοτουρκική πολιτική της Αγγλίας, που εκφράστηκε πολύ χαρακτηριστικά ακόμη και στις σφαγές του Ηρακλείου, στις 25 Αυγούστου 1898 όταν ουσιαστικά οι εδώ τοποτηρητές της υποδαύλισαν το μίσος του όχλου των Τούρκων το οποίο όμως τελικά δοκίμασαν οι δικοί της στρατιώτες κι ο υποπρόξενός της Λυσίμαχος Καλοκαιρινός, μοιάζει να έχει και πολιτικές αφετηρίες. Η Τουρκία για την αυτοκρατορία της ήταν «ιδανική σύμμαχος» σε μια περιοχή όπως η Μεσόγειος. Τουλάχιστο αυτό αποδεικνύεται σε πολλά ιστορικά επεισόδια.
Η φιλοτουρκική στάση της επίσημης Αγγλίας είναι πολύ ξεκάθαρη στην επανάσταση του 1866. Ακόμη και μετά το δράμα του Αρκαδίου, η αγγλική βουλή συζητούσε το πόσο «δίκαιη» ήταν η τουρκική πολιτική στην Κρήτη και πόσο «άδικη» η εξέγερση των Κρητικών, τους οποίους θεωρούσε ότι είχαν υποκινηθεί σε επανάσταση από την Ελλάδα! Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Άγγλος υπουργός Εξωτερικών Στάλνεϋ, σε ομιλία του στο αγγλικό κοινοβούλιο λίγα 24ωρα μετά το Αρκάδι διακήρυττε: «Η της Κρήτης διαχείρισις υπό την Τουρκία υπήρξε καθ’ ημάς ουχί φαύλη». Και πρόσθετε ότι η Ελλάδα υποκινούσε “προς όφελός της την εξέγερση μια φυλής η οποία ήταν ημιβάρβαρη”! Ενώ ο επίσης «ευγενής» βουλευτής Λαγιάρντ ισχυριζόταν ότι στην Κρήτη εξελισσόταν ένας εμφύλιος πόλεμος (!) και πρόσθετε με ξεδιάντροπο τρόπο ότι οι Τούρκοι θα έπρεπε να παραπονιούνται κατά των Κρητών, αφού αυτοί αδικούνται, κι όχι οι Κρήτες για τη διοίκηση των Τούρκων!
Την περίοδο της επανάστασης, η οθωμανική αυτοκρατορία δεν περνά την καλύτερη περίοδό της. Κυρίως η ρωσική αυτοκρατορία είναι εκείνη που βρίσκεται απέναντί της, στο όνομα των χριστιανικών, των ορθοδόξων λαών στις κατακτημένες επαρχίες. Την προσδοκία στη στάση της Ρωσίας και του τσάρου είναι φυσικό αλλά και φανερό ότι την έχουν οι Κρήτες, ξεκινώντας το κίνημά τους, που πάντως αποδείχτηκε ανοργάνωτο, μάλλον σ’ όλη την πορεία της επανάστασης. Η Ρωσία βέβαια δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες των ομοδόξων Κρητών, αλλά τουλάχιστον δεν έπαιξε το παιγνίδι των άλλων δυνάμεων, της Αγγλίας, κυρίως, και της Γαλλίας.
Τη στάση της Αγγλίας την περιγράψαμε σε γενικές γραμμές. Απλώς να προσθέσουμε ότι τουλάχιστον δύο φορές κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1866 οι Κρήτες ζήτησαν από τη βασίλισσα της Αγγλίας Βικτωρία να αναλάβει την διακυβέρνηση του νησιού, αφού το προσαρτήσει. Ήταν ένας τρόπος να διασφαλίσουν τουλάχιστον την απελευθέρωση από την τουρκική σκλαβιά.
Η Γαλλία, αρχικά αντίθετη στο κίνημα, στη συνέχεια για λόγους δικού της συμφέροντος, υποστηρίκτρια και αργότερα και πάλι σφοδρή πολέμιος, έπαιξε τον λιγότερο σημαντικό ρόλο. Άλλωστε οι Κρήτες δεν περίμεναν και πολλά απ’ αυτήν.
Η στάση της Ελλάδας
Η Ελλάδα, φύσει και θέσει, σύμμαχος της Κρήτης, ανταποκρινόταν στις προσδοκίες ανάλογα με την κυβέρνηση που είχε. Η κυβέρνηση του Μπενιζέλου Ρούφου, δια του υπουργού Εξωτερικών Σπυρίδωνα Βαλαωρίτη, αποκήρυττε κάθε σκέψη κινήματος. Στον Νικόλαο Σακόπουλο, πρόξενο στα Χανιά, έγραφε στις 16 Απριλίου 1866 ότι οι εξελίξεις στην Ευρώπη και την Ανατολή «παν κίνημα απερίσκεπτον εν Κρήτη έσεται αναμφιβόλως καταστρεπτικόν». Ο Αγγλόφιλος Δημήτριος Βούλγαρης, που ανέλαβε στη συνέχεια, κράτησε αποστάσεις, ενώ περισσότερο συγκαταβατικός απέναντι στις διεκδικήσεις των Κρητών, ήταν ο ρωσόφιλος Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, πρωθυπουργός από τον Δεκέμβριο του 1866. Ο Χαρίλαος Τρικούπης, υπουργός των Εξωτερικών του Κουμουνδούρου, στήριξε τον αγώνα των Κρητών και προκάλεσε την οργή του υπουργού Εξωτερικών της Αγγλίας λόρδου Στάνλεϋ όπως φαίνεται στα επίσημα διπλωματικά έγγραφα της εποχής. Ο Τρικούπης είναι εκείνος που μυστικά μεταφέρει χρήματα των ομογενών προς την Κεντρική υπέρ των Κρητών Επιτροπή, χρήματα βεβαίως όχι δικά του αλλά ομογενών από τη Ρωσία, την Αγγλία, την Αμερική, ακόμη και από την Κωνσταντινούπολη, τα οποία έρχονται στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών μέσω των πρεσβευτών και των προξένων.
Επίσημη ελληνική στήριξη στον αγώνα των Κρητών δεν υπάρχει, όμως υπάρχουν κρυφοί υποστηρικτές, θερμότεροι του Χαρίλαου Τρικούπη. Όπως ο Χαράλαμπος Ζυμβρακάκης, ο Κρής υπουργός των Στρατιωτικών του Βούλγαρη, αδελφός του γενικού αρχηγού Χανίων Ιωάννη Ζυμβρακάκη. Στρατιωτικός, ας πούμε, σύμβουλος, της επανάστασης, όπως αποδεικνύεται από την αλληλογραφία με τον αδελφό του, αλλά και με άλλους επαναστάτες. Ο εν ενεργεία συνταγματάρχης Πάνος Κορωναίος, γενικός αρχηγός του τμήματος Ρεθυμνης, ήλθε στην Κρήτη όχι μόνο με δική του απόφαση, αλλά μετά από συνεννόηση με τον Χαράλαμπο Ζυμβρακάκη, πολιτικό του προϊστάμενο στο υπουργείο Στρατιωτικών.
Εντυπωσιακή είναι η υποστήριξη των Ελλήνων, αλλά και όλων των λαών στον αγώνα της Κρήτης. Δεν εκφράζεται μόνο με ψηφίσματα και συγκέντρωση χρημάτων, ακόμη και μέσα στην ίδια την Κωνσταντινούπολη, όπου διοργανώνονται ακόμη και κοσμικές εκδηλώσεις στη διάρκεια των οποίων γίνονται έρανοι υπέρ του κρητικού αγώνα! Εκατοντάδες εθελοντές απ’ όλο τον κόσμο, ακόμη και την Αμερική, φυσικά κυρίως από την Ελλάδα, έρχονται στην Κρήτη. Μετά τη μεγαλειώδη θυσία του Αρκαδίου, εθελοντές απευθύνονται με επιστολές τους στον Χαράλαμπο Ζυμβρακάκη ενημερώνοντάς τον για τα όσα έγιναν και προειδοποιώντας για τους κινδύνους να καμφθεί το κίνημα. Για να καταλήξουν, σχεδόν όλοι, καταγράφοντας την ανάγκη να ενισχυθεί με νέες ομάδες εθελοντών, αλλά και όπλα, και ζητώντας να απομακρυνθούν τα γυναικόπαιδα πριν προλάβει ο Μουσταφά να τα σφάξει.
Η εθελοθυσία του Αρκαδίου
Η πολιορκία έγινε από τις δυνάμεις του Μουσταφά που έφταναν, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, από τους 15- 23.000 άνδρες, εξοπλισμένους με ό,τι πιό σύγχρονο διέθετε τότε ο στρατός της πανίσχυρης οθωμανικής αυτοκρατορίας. Απέναντι τους περίπου 300 μαχητές της ελευθερίας, Κρήτες και εθελοντές, αλλά και περισσότερα από 600 γυναικόπαιδα που είχαν καταφύγει για προστασία στο μοναστήρι, το οποίο είναι αφιερωμένο στους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη. Ο γηραιός πασάς, αρχιστράτηγος των στρατευμάτων του κατακτητή, έφτασε στη μονή αφού πέρασε από τα χωριά του Αποκόρωνα και τα Ρεθυμνιώτικα, κι ενώ είχε συνεννοηθεί με το διοικητή του Ηρακλείου Ρεσίτ πασά να εισβάλλει εκείνος στα χωριά του Μυλοποτάμου ώστε να απασχοληθούν οι εκεί αγωνιστές και να μην σπεύσουν στο μοναστήρι.
Ο Μουσταφά πασάς κύκλωσε το Αρκάδι στις 8 Νοεμβρίου 1866, κι αφού φρόντισε να αποκόψει κάθε πρόσβαση σ’ αυτό ώστε να μην φτάσουν βοήθειες, αλλά και να μετατρέψει τα γύρω κτίσματα (ανεμόμυλο, στάβλους κ.α.) σε ορμητήρια για τις επιθέσεις, αλλά και σημεία προστασίας των στρατιωτών του από την άμυνα των εγκλείστων.
Η απίστευτη κακοκαιρία το βράδυ της 8ης Νοεμβρίου, η αποκοπή της συγκοινωνίας προς το χώρο της πολιορκίας από τις δυνάμεις του Μουσταφά, η απασχόληση των επαναστατών του Μυλοποτάμου από τον Ρεσίτ, η αδυναμία, λόγω και των καιρικών συνθηκών όπως έχουν αναφέρει πολλοί ιστορικοί, να βρεθεί στο μοναστήρι ο Γενικός Αρχηγός Ρεθύμνης συνταγματάρχης Πάνος Κορωναίος, όπου ήταν και η έδρα του, αλλά και οι διαφωνίες και η ασυνεννοησία στους κόλπους των επαναστατών (για παράδειγμα, ο συνταγματάρχης Χρήστος Βυζάντιος που είχε φτάσει εκείνες τις ημέρες στην Κρήτη με δικό του σώμα εθελοντών δεν πήγε στο Ρέθυμνο, όπως είχε σχεδιάσει η Γενική Συνέλευση, αλλά με δική του απόφαση κατευθύνθηκε στο τμήμα Χανίων) είχαν συνέπεια οι έγκλειστοι να δώσουν μόνοι τους μια άνιση και με προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα. Μετά την πτώση του Αρκαδίου πολλοί καταλόγισαν τις ευθύνες στον Κορωναίο, ο οποίος δεν βρισκόταν στο Αρκάδι αλλά στα γειτονικά χωριά για στρατολόγηση μαχητών. Ακόμη περισσότερες ευθύνες απέδωσε η Γενική Συνέλευση στον Βυζάντιο.
Ο Κορωναίος, πάντως, στην έκθεσή του για τη μεγάλη θυσία, που έστειλε στις 15 Νοεμβρίου 1866 στην Επιτροπή της Αθήνας, δεν αναφέρεται καθόλου στις καιρικές συνθήκες, ενώ αντίθετα κάνει λόγο για μικρή δύναμη που συγκέντρωσε προκειμένου να φτάσει στο Αρκάδι, αλλά προδότες που εμπόδισαν τις δικές τους και άλλες δυνάμεις να έχουν πρόσβαση στη μονή.
Η πολιορκία κράτησε μέχρι την επόμενη μέρα, 9 Νοεμβρίου, κι αφού οι πολιορκούμενοι αρνήθηκαν κάθε πρόταση του εχθρού για παράδοση, προκειμένου να σωθούν. Φρούραρχος του Αρκαδίου ήταν ο ανθυπολοχαγός Ιωάννης Δημακόπουλος βοηθούμενος από τον πυροσβέστη ανθυπασπιστή Π. Ξάνθη. Μαζί με τους εθελοντές ήταν Κρήτες αγωνιστές, κυρίως από τα χωριά του Μυλοποτάμου, αλλά και μερικοί από άλλες επαρχίες του νησιού.
Ο Μουσταφά πασάς μετέφερε, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, βαρύ πεδινό πυροβολικό και γκρέμισε τη δυτική πύλη. Έτσι κατάφεραν οι δυνάμεις του να εισβάλλουν στο μοναστήρι. Ανάμεσα στον εξοπλισμό που μετέφερε ήταν κι ένα γιγάντιο πυροβόλο, με το όνομα «μπουμπάρδα κουτσαχείλα». Η μάχη, μετά την εισβολή, συνεχίστηκε σώμα με σώμα. Ο ηρωικός ηγούμενος Γαβριήλ Μαρινάκης, πρόεδρος της επαναστατικής επιτροπής του Ρεθύμνου και μέλος της Γενικής Συνέλευσης των Κρητών σκοτώθηκε μαχόμενος ή, κατ’ άλλους αυτοκτόνησε πριν τον πιάσουν οι Τούρκοι.
Λίγο μετά, κι αφού οι έγκλειστοι μετέλαβαν, ανατίναξαν την πυριτιδαποθήκη και μαζί της ανατινάχθηκαν εκατοντάδες χριστιανοί αλλά και στρατιώτες των πολιορκητών.
Το Αρκάδι πλέον είχε πέσει. Αλλά έμεινε αιώνιο σύμβολο αγώνα και θυσίας. Ελάχιστοι χριστιανοί διασώθηκαν και είτε εκτελέστηκαν επί τόπου από το στρατό του Μουσταφά, όπως ο φρούραρχος Δημακόπουλος, είτε μεταφέρθηκαν στο Ρέθυμνο και αφού εκτέθηκαν στη δημόσια χλεύη του τουρκικού όχλου, φυλακίστηκαν ή σκοτώθηκαν.
Οι απώλειες του εχθρού ήταν πολύ μεγαλύτερες. Σχεδόν 3000 υπολογίζονται οι νεκροί και οι τραυματίες. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν ο γαμβρός του Μουσταφά, ενώ κατά τον ιστορικό Βασίλειο Ψιλλάκη και ο γιός του γηραιού Γκιριτλή.
Η έκθεση της Γενικής Συνέλευσης
Στις 20 Νοεμβρίου 1866 η Γενική Συνέλευση των Κρητών με επιστολή της προς την Κ.Ε. των Κρητών της Αθήνας είχε δώσει την πρώτη επίσημη πληροφόρηση για τα ιστορικά γεγονότα. Την έκθεση είχαμε δημοσιεύσει στο ένθετο για την επανάσταση του 1866.
«Θα φανή άραγε ευπρόσδεκτος εις τους δυσμενείς προς την Κρητικήν καρτερίαν και θα μαλακώση τας καρδίας των ισχυρών η ανθρωποθυσία αύτη των νέων χρόνων εν τω μικρώ Μεσολογγίω ημών, τη Μονή Αρκάδι; Ίδωμεν! Οι Κρήτες δεν θα βραδύνωσι και μείζονας θυσίας να προσφέρωσι εις τους ακάματους έτι παρερμηνεύοντας το αυθόρμητον του κινήματος των!»
Με το ερώτημα αυτό, που αναδεικνύει το θαυμασμό κάθε ανθρώπινης ύπαρξης στην υπέρτατη θυσία για την ελευθερία, και παράλληλα φανερώνει την πικρία για τη στάση των μεγάλων δυνάμεων της εποχής, έκλεινε την έκθεσή της για τα γεγονότα του Αρκαδίου, του «μικρού ημών Μεσολογγίου», όπως το χαρακτήριζε, η Γενική των Κρητών Συνέλευση.
Η Γ.Σ. με την έκθεση που απέστειλε στην επιτροπή της Αθήνας από τη Δρακώνα της επαρχίας Κισσάμου στις 20 Νοεμβρίου περιέγραψε τα γεγονότα, από την αρχή της πολιορκίας της μονής από το Μουσταφά πασά, μέχρι το τραγικό και ηρωικό τέλος των πολιορκημένων, επισημαίνοντας την αυταπάρνηση των χριστιανών. Ούτε στην έκθεση, αλλά ούτε και στην προκήρυξη της επόμενης ημέρας προς τους Κρήτες η Συνέλευση αναφέρει όνομα πυρπολητή.
Για τον Κορωναίο σημείωνε ότι δεν μπόρεσε να φτάσει στη μονή για βοήθεια, ενώ δεν κατάφεραν να προσεγγίσουν και άλλες δυνάμεις από τις επαρχίες του Ρεθύμνου και της υπόλοιπης Κρήτης. «Κρίμα ότι ένεκα του χειμώνος και της βραδύτητος της αγγελίας της πολιορκίας οι κατερχόμενοι από τας 4 επαρχίας της Ρεθύμνης και αυτών των Σφακίων και εν γένει των απ’ όλα τα μέρη δεν έφθασαν τον εχθρόν εν τη αθυμία του κάνι και έξω!», ανέφερε η Συνέλευση.
Οι νεκροί οθωμανοί υπολογίστηκαν σε 2000 και σε 1000 οι τραυματίες, ενώ για τους νεκρούς χριστιανούς, σημείωνε: «Ξηρόστερναι, αι στέρναι της Μονής, οι τάφοι οι χριστιανικοί, τάφροι και βάραθρα εισί πλήρη πτωμάτων. Τοσαύτην δ’ εντύπωσιν επροξένησεν εις τον εχθρόν ώστε επιστρέφων εις Ρεθύμνην επυρπόλησεν τα 2 Καβούσια και τα Χάρκια και τινάς προστυχόντας εξ ανάγκης, κατέσφαξαν!»
Η προδοσία του Επισκόπου Λάμπης
Στην πολιορκία και την πτώση του Αρκαδίου έπαιξε καθοριστικό ρόλο η προδοσία του επισκόπου Λάμπης Παΐσιου, ο οποίος αλληλογραφούσε με τον Μουσταφά. Μετά το ολοκαύτωμα ο Παΐσιος αποκηρύχθηκε από τη Γενική Συνέλευση ως προδότης και ζητήθηκε η εκτέλεσή του από όποιον τον συναντούσε. Στην Κρήτη πάντως έμεινε για μερικούς ακόμη μήνες, μέχρι τουλάχιστο το καλοκαίρι του 1867, όπως αποδεικνύεται από την αλληλογραφία που είχαν μαζί του μοναχοί, οι οποίοι του ζητούσαν βοήθεια για να προστατεύονται από τον τουρκικό στρατό.
Ο Παΐσιος, που δεν είχε καταγωγή από την Κρήτη, όταν έφυγε από το νησί πήγε στην Κωνσταντινούπολη, αλλά, κατά τα φαινόμενα, δεν ανέλαβε αρχιερατικά καθήκοντα.
Τη φοβερή καταγγελία για την προδοσία του ιεράρχη και ιερατικώς προϊσταμένου της μονής, που ουδέποτε καταγράφηκε στα βιβλία της κρητικής ιστορίας, διατύπωσε λίγες ημέρες μετά την ανατίναξη η Γενική Συνέλευση των Κρητών αποκηρύσσοντας δημόσια τον επίσκοπο Λάμπης Παΐσιο.
Ο επίσκοπος, δηλαδή, που πρόδωσε το Αρκάδι ήταν εκείνος που είχε στην εκκλησιαστική του σκέπη το μοναστήρι! Στο κείμενο της αποκήρυξης αναφέρονται και οι επιστολές που αντάλλαξαν ο Παΐσιος με τον Μουσταφά πασά και οι συνεννοήσεις που έκαναν.
Ο ρόλος του Παϊσίου στην υπόθεση του Αρκαδίου σχεδόν ποτέ δεν αναφέρθηκε. Την εμπλοκή του αποκαλύψαμε τον Δεκέμβριο του 2008 σε αφιέρωμα στην εφημερίδα “Πατρίς” (δείτε εδώ το αφιέρωμα).
Από όσα έχουμε διαπιστώσει, υπάρχει μόνο μια προηγούμενη αιχμή για τις περίεργες σχέσεις του με την τουρκική διοίκηση στην «Ιστορία της Κρήτης» του Βασιλείου Ψιλάκη.
Οι λόγοι που ο προδοτικός του ρόλος δεν έχει αναδειχτεί δεν μας είναι φυσικά γνωστοί. Είναι όμως σίγουρο ότι ο ιεράρχης, που δεν καταγόταν από την Κρήτη, έπαιξε αυτό το ρόλο, καθώς στο “Κρητικό Αρχείο” της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης Ηρακλείου εντοπίσαμε και άλλα έγγραφα, επιστολές μοναχών, με τις οποίες καλείται να μεσολαβήσει στην τουρκική διοίκηση προκειμένου αυτοί να έχουν καλή αντιμετώπιση από τους Τούρκους.
Μάλιστα τέτοιες επιστολές είναι μεταγενέστερες τους Αρκαδίου, χρονολογούμενες από το καλοκαίρι του 1867, γεγονός που σημαίνει ότι η προδοσία και η αποκήρυξη του Παϊσίου δεν ήταν αρκετά στοιχεία για την απομάκρυνσή του. Και δεν μπορούσαν να είναι, καθώς ο ίδιος ο τότε μητροπολίτης Κρήτης Διονύσιος είχε κατηγορηθεί πολλές φορές ότι είχε επίσης άριστες σχέσεις με το καθεστώς. Φυσικά η, στη συνέχεια, ανάδειξη του Διονυσίου, επίσης μη Κρητικού, στο αξίωμα του Οικουμενικού Πατριάρχη εξηγεί πολλά για τον τρόπο της λειτουργίας της εκκλησίας εκείνη την περίοδο.
Πάντως και στην Κρήτη η στάση του Διονυσίου και του Παϊσίου δεν αποτελούσε εξαίρεση, τουλάχιστο για τη δράση της πλειοψηφίας των ιεραρχών, η οποία είχε άριστες σχέσεις με τους Τούρκους, ακόμη και κατά την επανάσταση. Σε αντίθεση με τον μεσαίο και κατώτερο κλήρο, αρχιμανδρίτες, μοναχούς και ιερείς.
Άλλωστε η στάση, μεταξύ άλλων, του επαναστάτη ηγουμένου του Αρκαδίου Γαβριήλ, του ηγουμένου της μονής Ιερουσαλήμ του Ηρακλείου Μελετίου, των ιερομονάχων Παρθενίων, Περίδη και Κελαϊδή, αυτό αποδεικνύει. Με το ένα χέρι κρατούσαν το τουφέκι και το άλλο το Ευαγγέλιο.
Η συγκλονιστική καταγγελία – αποκήρυξη του επισκόπου από τη Συνέλευση, η οποία αναδημοσιεύτηκε στο δεύτερο τεύχος της εφημερίδας «Κρήτη» που εξέδιδαν οι επαναστάτες από το Νοέμβριο του 1866, έχει ως εξής:
“ΑΠΟΚΗΡΥΞΙΣ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΡΕΩΣ ΛΑΜΠΗΣ ΠΑΪΣΙΟΥ
Λαέ της Κρήτης!
Σας είναι ήδη γνωστόν το επί τρεις ολοκλήρους ημέρας παρασταθέν φρικώδες και απαίσιον δράμα εν τω νέω ηρωικώ Μεσολογγίω Αρκάδι, εκεί όπου, μη δυνηθέντων των εν αυτώ πολιορκουμένων 250 ενδόξων και αρειμανίων μαχητών, των μιμηθέντων τους εν Θερμοπύλαις Σπαρτιάτας ν’ ανθέξωσι πλέον εναντίον προσβολής εχθρού, έχοντος δυνάμεις ανωτέρας, και συνεπείς όντες εις τον ιερόν και αμετάτρεπτον όρκον, τον οποίον ενώπιον του Υψίστου έδωκαν του να μη παραδοθώσι ζώντες εις τας χείρας του εχθρού, έθεσαν πυρ και ανετινάχθησαν εις τον αέρα και μετ’ αυτών πλείστα γυναικόπαιδα και πλέον των 2500 Τούρκων. Εκεί όπου, εισβαλόντος του εχθρού, γέροντες εκρεουργήθησαν, ζώντα βρέφη εις φρούρνους κατεκάησαν, εγγύων γυναικών αι κοιλίαι κατασχίθησαν, ιεροσιλείαι διεπράχθησαν και πλείστα άλλα κακουργήματα, άτινα κατεσυνεκίνησαν όλον τον κόσμον. Τις δε η αιτία όλων τούτων; Τις ο οδηγήσας τον εχθρόν εις Αρκάδι; Τις ο προδώσας αυτό; Φευ! Ο αρχιερεύς της επαρχίας Λάμπης, ο εφιάλτης ούτος και ουχί λειτουργός του Υψίστου, όστις αντί να μιμηθή εν ταις παρούσαις περιστάσεσι της πατρίδος του τον ένδοξον και αοίδοιμον εν Καλαβρύτοις Αρχιερέα Γερμανόν, τον αναπετάσαντα την σημαίαν της ελευθερίας, αντί να μιμηθή τον χάριν της πατρίδος του υποστάντα τον φρικώδη της αγχόνης θάνατον, τον αθάνατον Πατριάρχην Γρηγόριον, τουνατνίον εμιμήθη τον ισκαριώτην Ιούδαν, τον προδώσαντα, χάριν αργυρίου, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν.
Όθεν τον τοιούτον εφιάλτην της πατρίδος παραδίδομεν εις τα αράς ολοκλήρου του πανελληνίου.
Συ δε, ω λαέ της Κρήτης, αφού τρις αναθεματίσης τον εφιάλτην τούτον φρόντιζε όπως ανακαλύπτης τους τοιούτους, οίτινες βεβαίως εισίν ολίγιστοι και τιμωρής με θάνατον αυτούς προς παραδειγματισμόν.
Ιδού αι του εφιάλτου προδοτικαί επιστολαί.
α΄) Η του αρχιερέως προς τον Μουσταφάν.
«Εξοχώτατε.
Σας ειδοποιώ ως και προφορικώς εμείναμεν σύμφωνοι ότι εις το Αρκάδι πρέπει να υπάγετε δια να το καταστρέψετε, καθότι δια της καταστροφής αυτού επιτυγχάνετε την καταστροφήν όλων των επαρχιών του τμήματος Ρεθύμνης, καθ’ όσον εντός αυτού υπάρχουσιν αι επιτροπαί και τα πολεμοφόδια των ρηθεισών επαρχιών».
Και β΄) η του Πασσα προς τον αριχερέα.
«Σήμερον αναχωρώ και πηγαίνω εις το Αρκάδι δια να κάμω εκείνο όπου εμείναμεν σύμφωνοι, αλλά απορώ πώς δεν μου εστείλετε εκείνα, τα οποία μου υπεσχέθητε και όταν επιστρέψω θέλω να τα εύρω».
(Τ.Σ.) Η Γενική Συνέλευσις των Κρητών
Παύλος Ανδρέου Μοράκης, Ιωσήφ Χ. Βουρδουβάκης, Ιωσήφ Α. Μανουσογιαννάκης, Α. Ζ. Μπουμπουλάκης, Εμ. Μ. Θεοδωρίδης, Στυλιανός Δημητρακάκης, Στυλ. Παππαδάκης, Αλέξανδρος Μαρκάκης, Μάρκος Τζανουδάκης, Παρθένιος Περίδης, Παρθένιος Κελαϊδής, Δημήτριος Παππαδάκης”.